Ιερή πορνεία στον αρχαίο κόσμο |Ο Θυμωμένος Έλληνας (Ιστορία)
Γράφει ο Δημήτρης Τζήκας Σύμφωνα με τα λεξικά, πόρνη καλείται η γυναίκα που κατ΄ επάγγελμα και με αμοιβή εκτελεί τη σεξουαλική πράξη, αυτή που προσφέρει το σώμα της για τη σεξουαλική ικανοποίηση άλλων· αλλιώς λέγεται ιερόδουλη ή πουτάνα. Η λέξη χρησιμοποιείται κι ως υβριστικός χαρακτηρισμός για γυναίκα που θεωρείται ανήθικη ή ως βρισιά για οποιαδήποτε γυναίκα. Ετυμολογικώς προέρχεται από το αρχαίο πόρνη. Ο κ. Μπαμπινιώτης ορίζει την πόρνη ως γυναίκα που ικανοποιεί σεξουαλικές επιθυμίας άλλων έναντι αμοιβής και δίνει ως συνώνυμο το ιερόδουλος. (!), το πουτάνα ως μειωτικό και το ευφημιστικό παστρικιά. Στον ίδιο διαβάζουμε ότι η εκμετάλλευση πόρνης είναι αξιόποινη πράξη την οποία τελεί άνδρας που συντηρείται ολικά ή μερικά από πόρνη και από την εκμετάλλευση των ανήθικων κερδών της. Η λέξη είχε την αρχική σημ. «αυτή που έχει πουληθεί για σκλάβα», < por-na, από το ρήμα πέρνημι που σημαίνει «πουλώ» Αναφέρονται ακόμα οι τύποι: ιερόδουλη (η) {ιεροδούλων} (λόγ.) η πόρνη, επίσης (λογι